- μυελίνη
- η анат. миелин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυελίνη — η φυσιολ. λιποπρωτεΐνη που παράγεται από τα κύτταρα τού Σβαν τών περιφερειακών νεύρων και από τα ολιγοδενδροκύτταρα τού κεντρικού νευρικού συστήματος και σχηματίζει ένα έλυτρο γύρω από τους νευρίτες τών νευρικών κυττάρων τών περιφερειακών νεύρων… … Dictionary of Greek
εγκέφαλος — Το ανώτερο και πιο ανεπτυγμένο τμήμα του νευρικού συστήματος, που βρίσκεται στην κοιλότητα του κρανίου. Η μακροσκοπική εικόνα του ε. είναι μαλακή μάζα γκριζωπού και λευκού ιστού με έντονα πτυχωμένη επιφάνεια. Για περιγραφικούς λόγους, ο ε. συχνά… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
μυέλινος — η, ο (Α μυέλινος, η, ον) [μυελός] 1. αυτός που αναφέρεται στον μυελό 2. μτφ. τρυφερός, απαλός νεοελλ. φρ. α) «μυέλινο ιστίο» μέρη λευκής ουσίας τής παρεγκεφαλίδας β) «μυέλινη ταινία» λεπτή δεσμίδα νευρικής ουσίας στη ραχιαία επιφάνεια τού οπτικού … Dictionary of Greek
μυελινοποίηση — η [μυελίνη] ανατ. ο σχηματισμός τού ελύτρου τής μυελίνης στα περιφερειακά νεύρα και στο κεντρικό νευρικό σύστημα … Dictionary of Greek
σφιγγομυελίνη — η, Ν (βιοχ.) γενική ονομασία τών φωσφορικών εστέρων τής χολίνης και μιας Ν ακυλ σφιγγοσίνης, που απαντά στους νευράξονες τών νευρώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphingomyelin (< σφίγγω + μυελίνη*)] … Dictionary of Greek
λευκοδυστροφία — Ομάδα κληρονομικών ασθενειών της παιδικής ηλικίας με κοινό χαρακτηριστικό τη βλάβη ή καταστροφή των προστατευτικών καλυμμάτων των νεύρων. Αρχικά προσβάλλεται η λευκή ουσία των εγκεφαλικών ημισφαιρίων και στη συνέχεια η μυελίνη, η λιποπρωτεϊνώδης… … Dictionary of Greek